πάψη

πάψη
η
βλ. παύση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παύση — και πάψη και πάψιμο / παῡσις, ἡ, ΝΑ [παύω] η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῡσιν παύσεται», ΠΔ) νεοελλ. 1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση») 2. συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”